- τμητικός
- -ή, -ό / τμητικός, -ή, -όν, ΝΑνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το τμητικό(ρητ.) ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο λόγος διακόπτεται και μεταβαίνει από πρόσωπο σε πρόσωπο ή από πράγμα σε πράγμααρχ.1. ο κατάλληλος για τμήση2. (για ψύχος ή οσμή) διαπεραστικός3. διαλυτικός4. μτφ. (για λόγο) περιεκτικός5. το ουδ. ως ουσ. η καταλληλότητα για τμήση.επίρρ...τμητικῶς Α1. κατά τρόπο ώστε να κόψει2. μτφ. (σχετικά με λόγο) περιεκτικά, βραχυλογικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- τού τέμνω* (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -τικός (πρβλ. συγκριτικός)].
Dictionary of Greek. 2013.